Το φαινόμενο που ονομάζεται παγκοσμιοποίηση ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 70 ως επιδίωξη των πολυεθνικών επιχειρήσεων να αποκτήσουν τη δυνατότητα να επενδύουν ανεμπόδιστα σε όλο τον κόσμο χωρίς περιορισμούς από τις εθνικές νομοθεσίες για οποιοδήποτε λόγο, όπως προστατευτισμού της τοπικής παραγωγής, προστασίας των εργασιακών σχέσεων, της υγείας, του περιβάλλοντος ή της πολιτιστικής κληρονομιάς. Βασική της συνέπεια υπήρξε η επιβολή των αγορών, δηλαδή του χρηματοπιστωτικού συστήματος, επί των εθνικών κυβερνήσεων, αλλά και διεθνών οργανισμών, όπως και επί των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποτέλεσμα τον πλήρη σχεδόν έλεγχο εκ μέρους τους του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.
Καλλιεργήθηκε έτσι ένα ιδεολόγημα, κατά το οποίο το κράτος είναι ανίκανο και αναποτελεσματικό, δεν προσφέρει τίποτε ο κρατικός παρεμβατισμός, όλοι οι τομείς παροχής υπηρεσιών πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν και οι ίδιες οι αγορές είναι από μόνες τους σε θέση να ρυθμίζουν δίκαια και αποτελεσματικά την παγκόσμια οικονομία και να επιβάλουν μία δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου.
Κάτι τέτοιο όμως δεν έχει μέχρι σήμερα παρατηρηθεί, απεναντίας, όταν διανύουμε περίοδο ευημερίας, ο παραγόμενος πλούτος αυξάνει τα αποθέματα των υπερπλουσίων, ενώ όταν ενσκήψει ύφεση, συμπιέζονται οι αποδοχές των εργαζομένων και τα έσοδα των μικρομεσαίων επιχειρηματιών και αυξάνεται η ανεργία. Παράλληλα επιβάλλονται στις εθνικές οικονομίες αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα περικοπών μισθών, συντάξεων και δημοσίων επενδύσεων και αυξήσεις της φορολογίας.
Και ενώ το μοντέλο αυτό οργάνωσης της παγκόσμιας οικονομίας προβαλλόταν ως μοναδικό και αναντικατάστατο και η κυριαρχία του είχε σχεδόν εξουδετερώσει κάθε ριζοσπαστική μορφή αντίστασης και είχε οδηγήσει τη σοσιαλδημοκρατία και την αριστερά στο περιθώριο των εξελίξεων, ήρθε ο κορονοϊός να ανατρέψει τα πάντα. Μόλις επιβεβαιώθηκε ότι πρόκειται για πανδημία και διαδίδεται ταχύτατα σε όλο τον κόσμο, οι αγορές κατέρρευσαν και χάθηκαν τρισεκατομμύρια δολάρια. Ταυτόχρονα οι πάντες στράφηκαν με αγωνία προς το δυσφημισμένο κράτος και το απαξιωμένο δημόσιο σύστημα υγείας. προσδοκώντας και απαιτώντας απ’ αυτά την αποτελεσματική διαχείριση της επικίνδυνης κατάστασης και την άμεση και αποτελεσματική εξασφάλιση της θεραπείας όσων νοσούν, είτε ελαφρά, είτε χρειάζονται νοσηλεία σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Τα ιδιωτικά θεραπευτήρια προς το παρόν προετοιμάζονται και παραμένουν σε εφεδρεία, ενώ δεν λείπουν και περιπτώσεις κερδοσκοπίας από τη διενέργεια του τεστ ελέγχου της νόσου. Πέρα απ’ αυτά, επιχειρηματικές, ελεύθεροι επαγγελματίες και μισθωτοί περιμένουν από το κράτος να καλύψει την απώλεια του εισοδήματος και ο ενοίκιό τους.
Η επέλαση λοιπόν ενός ιού ήταν αρκετή για να κλονίσει μέσα σε λίγες εβδομάδες το δήθεν κυρίαρχο και ακατάλυτο ιδεολόγημα της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι μόλις περάσει η καταιγίδα θα ανατραπεί ο καπιταλισμός και θα επικρατήσει ο σοσιαλισμός και η αταξική κοινωνία. Δεν θα είναι όμως πια εύκολο να συνεχίσει να δυσφημείται η ανάγκη κρατικών παρεμβάσεων για τη ρύθμιση της λειτουργίας της οικονομίας και των εργασιακών σχέσεων, ούτε να προωθούνται με ευκολία και χαμηλά τιμήματα ιδιωτικοποιήσεις κρίσιμων τομέων παροχής βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Ήδη άλλωστε ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εξετάζουν το ενδεχόμενο επανακρατικοποίησης υπηρεσιών μεταφορών, ενέργειας κ.λπ.
Προφέρεται πλέον μία μοναδική ευκαιρία στις εθνικές κυβερνήσεις, αλλά και στα όργανα της ευρωπαϊκής ένωσης, να αναμετρηθούν δυναμικά και δημιουργικά με την κρίση ταυτότητας, οραμάτων και ηγεσίας, που τις μαστίζει, να αναστοχαστούν και να επανεξετάσουν τις πολιτικές τους και την όλη φιλοσοφία, που τις διακατέχει, με στόχο τον δραστικό περιορισμό των ανισοτήτων, την αναβάθμιση της αξίας του ανθρώπινου προσώπου και των εργασιακών συνθηκών και την ανατροπή του κυρίαρχου αναπτυξιακού μοντέλου για την ανάσχεση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής.
Κι ακόμα, να επιβάλλουν στους διεθνείς οίκους αξιολόγησης τον εμπλουτισμό των κριτηρίων τους, εκτός από το ρυθμό ανάπτυξης, την ανταγωνιστικότητα, το ΑΕΠ, τα χρέη και τα ελλείμματα και με άλλες παραμέτρους, όπως η ανεργία, το επίπεδο των μισθών, οι εργασιακές συνθήκες και η περιβαλλοντική ευαισθησία, τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για τις εθνικές οικονομίες, ώστε οι επιλογές των επενδυτών να επηρεάζονται και από την βαθμολόγηση αυτών των παραμέτρων.
Comments