Τρία εντομοκτόνα και ζιζανιοκτόνα χημικά μπορεί να είναι καρκινογόνα για τους ανθρώπους, ανακοίνωσε η αρμόδια υπηρεσία για τον καρκίνο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Το πρώτο είναι το εντομοκτόνο lindane, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «καρκινογόνο» και σχετίζεται με το μη Χότζκιν λέμφωμα, μία μορφή αιματολογικού καρκίνου, σύμφωνα με την Διεθνή Υπηρεσία Έρευνας του Καρκίνου (IARC) που εδρεύει στη Λυών, της Γαλλίας.
Οι περισσότερες χρήσεις του lindane έχουν απαγορευθεί από το 2009 στις περισσότερες χώρες του κόσμου, μεταξύ των οποίων οι ευρωπαϊκές και οι ΗΠΑ, με εξαίρεση τη χρήση του ως δεύτερης γραμμής θεραπείας για τις ψείρες και για την ψώρα (τέτοιου είδους θεραπείες διατίθενται λ.χ. ευρέως στην Κίνα, την Ινδία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά).
Το δεύτερο εντομοκτόνο είναι το DDT. Το DDT είναι «δυνητικά καρκινογόνο» και σχετίζεται με το μη Χότζκιν λέμφωμα και τον καρκίνο των όρχεων και του ήπατος, ενώ το ζιζανιοκτόνο 2,4-D είναι «πιθανώς καρκινογόνο».
Αν και οι περισσότερες χρήσεις του DDT είναι απαγορευμένες από τη δεκαετία του ’70, το IARC λέει ότι η έκθεση σε αυτό εξακολουθεί να υφίσταται μέσω της τροφικής αλυσίδας, αφού τόσο το ίδιο το εντομοκτόνο όσο και τα υποπροϊόντα του είναι πολύ ανθεκτικά και ανευρίσκονται ακόμα στο περιβάλλον και στους ιστούς ζώων.
Σε μερικές χώρες της Αφρικής, εξάλλου, το DDT χρησιμοποιείται ακόμα για έλεγχο της ελονοσίας, αν και υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις, σύμφωνα με το IARC.
Το τρίτο είναι το 2,4-D. Αυτό εισήχθη την δεκαετία του 1940 και χρησιμοποιείται ευρέως για τον έλεγχο των ζιζανίων στις αγροτικές καλλιέργειες, στη δασοκομία και σε αστικές περιοχές, σύμφωνα με το IARC.
Οι εργαζόμενοι μπορεί να εκτεθούν σε αυτό κατά την παρασκευή και κατά τη χρήση του, ενώ ο γενικός πληθυσμός μέσω της τροφής, του νερού, της σκόνης ή της εφαρμογής του σε κήπους και αυλές μέσω του ψεκασμού, προσθέτει.
Για το 2,4-D δεν υπάρχουν επαρκή επιδημιολογικά δεδομένα ότι είναι καρκινογόνο, αλλά υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι προκαλεί οξειδωτικό στρες (μία διεργασία που βλάπτει τα σωματικά κύτταρα) και μέτριες ενδείξεις ότι καταστέλλει το ανοσοποιητικό - δύο επιδράσεις που έμμεσα ευνοούν την ανάπτυξη του καρκίνου.
Οι λεπτομέρειες των στοιχείων που αιτιολογούν αυτά τα συμπεράσματα δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «The Lancet Oncology».
Όπως δήλωσε ο επικεφαλής του Τμήματος Μονογραφιών του IARC, δρ. Κουρτ Στράιφ, τα στοιχεία για το lindane και τον καρκίνο βασίζονται πρωτίστως σε μελέτες σε απασχολούμενους σε αγροτικά επαγγέλματα που κατέδειξαν αύξηση του κινδύνου κατά 50% κατά μέσον όρο - με τους εργαζόμενους με τη μέγιστη έκθεση να κινδυνεύουν περισσότερο απ’ όλους.
«Από τη δεκαετία του ’70 έχει αρχίσει ο περιορισμός στην αγροτική χρήση του lindane και έτσι η έκθεση του γενικού πληθυσμού σε αυτό γίνεται πλέον μέσω της διατροφής ή της θεραπείας των ψειρών ή της ψώρας», είπε.
«Δεν υπάρχουν όμως επιδημιολογικές μελέτες που να έχουν αξιολογήσει τον κίνδυνο λεμφώματος από αυτού του είδους τις εκθέσεις».
Στις αρχές της άνοιξης, το IARC είχε επίσης κατατάξει ως πιθανώς καρκινογόνα για τους ανθρώπους. Η κλίμακα επικινδυνότητας του IARC έχει πέντε ομάδες:
* Ομάδα 1. Τα καρκινογόνα για τον άνθρωπο.
* Ομάδα 2Α.Τα δυνητικά καρκινογόνα για τον άνθρωπο
* Ομάδα 2Β. Τα ενδεχομένως καρκινογόνα για τον άνθρωπο
* Ομάδα 3. Τα μη δυνάμενα να ταξινομηθούν ως καρκινογόνα για τον άνθρωπο
* Ομάδα 4. Τα δυνητικά μη καρκινογόνα για τον άνθρωπο.
Η Ομάδα Εργασίας εξηγεί στην επιθεώρηση «The Lancet Oncology» όπου δημοσιεύει τα συμπεράσματά της, ότι τα επιστημονικά στοιχεία για καρκινογένεση σε ανθρώπους είναι ανεπαρκή (inadequate) για τα tetrachlorvinphos και parathion, και περιορισμένα (limited) γα τα malathion, diazinon και glyphosate.
Για όλα, όμως, υπάρχουν επαρκή στοιχεία για καρκινογένεση σε ζώα, με εξαίρεση το diazinon για το οποίο είναι περιορισμένα, προσθέτει.
Σύμφωνα με τον βρετανικό «Guardian», στην ανακοίνωση αυτή αντέδρασε η Monsanto, η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής γεωργικών προϊόντων στον κόσμο η οποία παράγει ζιζανιοκτόνο που περιέχει glyphosate.
Η Monsanto αμφισβήτησε τα συμπεράσματα των ειδικών της IARC λέγοντας πως τα υπάρχοντα επιστημονικά στοιχεία δεν τα υποστηρίζουν και ζήτησε από τον ΠΟΥ να συγκαλέσει επειγόντως συνάντηση για να τα εξηγήσει.
«Δεν ξέρουμε πως έφτασε η IARC σε αυτό το συμπέρασμα, το οποίο αποτελεί τόσο δραματική απόκλιση από εκείνα όλων των ρυθμιστικών Αρχών του κόσμου», είπε ο κ. Φίλιπ Μίλερ, αντιπρόεδρος Παγκόσμιων Ρυθμιστικών Υποθέσεων της Monsanto.
Το πρώτο είναι το εντομοκτόνο lindane, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «καρκινογόνο» και σχετίζεται με το μη Χότζκιν λέμφωμα, μία μορφή αιματολογικού καρκίνου, σύμφωνα με την Διεθνή Υπηρεσία Έρευνας του Καρκίνου (IARC) που εδρεύει στη Λυών, της Γαλλίας.
Οι περισσότερες χρήσεις του lindane έχουν απαγορευθεί από το 2009 στις περισσότερες χώρες του κόσμου, μεταξύ των οποίων οι ευρωπαϊκές και οι ΗΠΑ, με εξαίρεση τη χρήση του ως δεύτερης γραμμής θεραπείας για τις ψείρες και για την ψώρα (τέτοιου είδους θεραπείες διατίθενται λ.χ. ευρέως στην Κίνα, την Ινδία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά).
Το δεύτερο εντομοκτόνο είναι το DDT. Το DDT είναι «δυνητικά καρκινογόνο» και σχετίζεται με το μη Χότζκιν λέμφωμα και τον καρκίνο των όρχεων και του ήπατος, ενώ το ζιζανιοκτόνο 2,4-D είναι «πιθανώς καρκινογόνο».
Αν και οι περισσότερες χρήσεις του DDT είναι απαγορευμένες από τη δεκαετία του ’70, το IARC λέει ότι η έκθεση σε αυτό εξακολουθεί να υφίσταται μέσω της τροφικής αλυσίδας, αφού τόσο το ίδιο το εντομοκτόνο όσο και τα υποπροϊόντα του είναι πολύ ανθεκτικά και ανευρίσκονται ακόμα στο περιβάλλον και στους ιστούς ζώων.
Σε μερικές χώρες της Αφρικής, εξάλλου, το DDT χρησιμοποιείται ακόμα για έλεγχο της ελονοσίας, αν και υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις, σύμφωνα με το IARC.
Το τρίτο είναι το 2,4-D. Αυτό εισήχθη την δεκαετία του 1940 και χρησιμοποιείται ευρέως για τον έλεγχο των ζιζανίων στις αγροτικές καλλιέργειες, στη δασοκομία και σε αστικές περιοχές, σύμφωνα με το IARC.
Οι εργαζόμενοι μπορεί να εκτεθούν σε αυτό κατά την παρασκευή και κατά τη χρήση του, ενώ ο γενικός πληθυσμός μέσω της τροφής, του νερού, της σκόνης ή της εφαρμογής του σε κήπους και αυλές μέσω του ψεκασμού, προσθέτει.
Για το 2,4-D δεν υπάρχουν επαρκή επιδημιολογικά δεδομένα ότι είναι καρκινογόνο, αλλά υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι προκαλεί οξειδωτικό στρες (μία διεργασία που βλάπτει τα σωματικά κύτταρα) και μέτριες ενδείξεις ότι καταστέλλει το ανοσοποιητικό - δύο επιδράσεις που έμμεσα ευνοούν την ανάπτυξη του καρκίνου.
Οι λεπτομέρειες των στοιχείων που αιτιολογούν αυτά τα συμπεράσματα δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «The Lancet Oncology».
Όπως δήλωσε ο επικεφαλής του Τμήματος Μονογραφιών του IARC, δρ. Κουρτ Στράιφ, τα στοιχεία για το lindane και τον καρκίνο βασίζονται πρωτίστως σε μελέτες σε απασχολούμενους σε αγροτικά επαγγέλματα που κατέδειξαν αύξηση του κινδύνου κατά 50% κατά μέσον όρο - με τους εργαζόμενους με τη μέγιστη έκθεση να κινδυνεύουν περισσότερο απ’ όλους.
«Από τη δεκαετία του ’70 έχει αρχίσει ο περιορισμός στην αγροτική χρήση του lindane και έτσι η έκθεση του γενικού πληθυσμού σε αυτό γίνεται πλέον μέσω της διατροφής ή της θεραπείας των ψειρών ή της ψώρας», είπε.
«Δεν υπάρχουν όμως επιδημιολογικές μελέτες που να έχουν αξιολογήσει τον κίνδυνο λεμφώματος από αυτού του είδους τις εκθέσεις».
Στις αρχές της άνοιξης, το IARC είχε επίσης κατατάξει ως πιθανώς καρκινογόνα για τους ανθρώπους. Η κλίμακα επικινδυνότητας του IARC έχει πέντε ομάδες:
* Ομάδα 1. Τα καρκινογόνα για τον άνθρωπο.
* Ομάδα 2Α.Τα δυνητικά καρκινογόνα για τον άνθρωπο
* Ομάδα 2Β. Τα ενδεχομένως καρκινογόνα για τον άνθρωπο
* Ομάδα 3. Τα μη δυνάμενα να ταξινομηθούν ως καρκινογόνα για τον άνθρωπο
* Ομάδα 4. Τα δυνητικά μη καρκινογόνα για τον άνθρωπο.
Η Ομάδα Εργασίας εξηγεί στην επιθεώρηση «The Lancet Oncology» όπου δημοσιεύει τα συμπεράσματά της, ότι τα επιστημονικά στοιχεία για καρκινογένεση σε ανθρώπους είναι ανεπαρκή (inadequate) για τα tetrachlorvinphos και parathion, και περιορισμένα (limited) γα τα malathion, diazinon και glyphosate.
Για όλα, όμως, υπάρχουν επαρκή στοιχεία για καρκινογένεση σε ζώα, με εξαίρεση το diazinon για το οποίο είναι περιορισμένα, προσθέτει.
Σύμφωνα με τον βρετανικό «Guardian», στην ανακοίνωση αυτή αντέδρασε η Monsanto, η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής γεωργικών προϊόντων στον κόσμο η οποία παράγει ζιζανιοκτόνο που περιέχει glyphosate.
Η Monsanto αμφισβήτησε τα συμπεράσματα των ειδικών της IARC λέγοντας πως τα υπάρχοντα επιστημονικά στοιχεία δεν τα υποστηρίζουν και ζήτησε από τον ΠΟΥ να συγκαλέσει επειγόντως συνάντηση για να τα εξηγήσει.
«Δεν ξέρουμε πως έφτασε η IARC σε αυτό το συμπέρασμα, το οποίο αποτελεί τόσο δραματική απόκλιση από εκείνα όλων των ρυθμιστικών Αρχών του κόσμου», είπε ο κ. Φίλιπ Μίλερ, αντιπρόεδρος Παγκόσμιων Ρυθμιστικών Υποθέσεων της Monsanto.
Comments